- ἑλκόμενον
- ἕλκωsulcuspres part mp masc acc sgἕλκωsulcuspres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξίνα — ὀξινα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλεῑόν τι γεωργικὸν σιδηροῡς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. που ανάγεται σε IE *ogetā «σβάρνα» και συνδέεται με λατ. occa, αρχ. γαλατ. ocet, βρετον. oged, αρχ. άνω γερμ. egida, λιθουαν … Dictionary of Greek